- λιχήν
- λιχήν, -ῆνος, ὁ (Α)βλ. λειχήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… … Dictionary of Greek
ԱՐԱԾ — (ի, ից. կամ ոյ, ոց.) NBH 1 0338 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 14c ա. ἀφή tactus, ictus (leprae), λιχήν impetigo Արատ կեղոյ. հետք բորոյ. գոյն ըսպւոյ եւ պալարի. բիծ որպիսի եւ իցէ. ... լծ. եւ վէր. էարա. այլ ի բառս Գաղիանոսի դնի եւ որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)